- καταζυγίδες
- καταζυγίςconnecting-rodfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταζυγίς — καταζυγίς, ἡ (Α) 1. σιδερένια συνδετική ράβδος σε καταπέλτη 2. φρ. ως επίθ. «λίθοι καταζυγιδες» λίθοι συνδετικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζυγίς «συνδετική ράβδος, τραβέρσα» (< ζυγόν)] … Dictionary of Greek